- οπωροφυλάκιον
- ὀπωροφυλάκιον, τὸ (Α) [οπωροφύλαξ]1. καλύβα στην οποία διέμενε αυτός που φύλαγε τα οπωροφόρα δένδρα2. αποθήκη καρπών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπωροφυλάκιον — hut of a garden watcher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφυλακίου — ὀπωροφυλάκιον hut of a garden watcher neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφυλακίων — ὀπωροφυλάκιον hut of a garden watcher neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφυλακίῳ — ὀπωροφυλάκιον hut of a garden watcher neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)